ἀνθρωπομόρφων

ἀνθρωπομόρφων
ἀνθρωπόμορφος
of human form
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • δρυοπίθηκος — ο γένος ανθρωπόμορφων πιθήκων το οποίο έχει εκλείψει …   Dictionary of Greek

  • σιβαπίθηκος — (sivapithecus). Γένος απολιθωμένων ανθρωπόμορφων πιθήκων της τάξης των πιθηκιδών ή πιθηκανθρώπων ή, σύμφωνα με άλλους, της τάξης των δρυοπιθήκων ή των πα λαιοπιθήκων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, τα απολιθώματα των οποίων βρέθηκαν στην Ινδία… …   Dictionary of Greek

  • χιμπατζής — (pαn troglodytes). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Όρθιος έχει ύψος περίπου 1,50 μ. ο αρσενικός και 1,25 ο θηλυκός. Έχει μεγάλο κεφάλι, ανεπτυγμένο, σε σχέση με το κρανίο, το μπροστινό τμήμα του προσώπου, μικρά μάτια με… …   Dictionary of Greek

  • βουρδιγάλιο — Η μία από τις τρεις εποχές στις οποίες υποδιαιρείται η μειόκαινη υποπερίοδος του τριτογενούς, του καινοζωικού αιώνα της Γης. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία, ανάμεσα στα απολιθώματα, προβοσκιδωτών ζώων και ανθρωπόμορφων πιθήκων …   Dictionary of Greek

  • ουραγκουτάγκος — (pongo pygmaeus, από το μαλαϊκό οράνγκ χουτάν = άνθρωπος των δασών). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Ονομάζεται και οραγκουτάγκος. Σε όρθια θέση το ενήλικο άτομο μπορεί να φτάσει σχεδόν τα 2 μ. σε ύψος με άνοιγμα βραχίονων 3 …   Dictionary of Greek

  • πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης …   Dictionary of Greek

  • Σιδών — Αρχαία πόλη της Φοινίκης, η σημερινή Σαΐντα, που βρίσκεται στη λιβανική ακτή μεταξύ Τύρου και Βηρυτού. Η Σ., που ιδρύθηκε τη 2η π.Χ. χιλιετία, απόχτησε πολύ γρήγορα μια θέση υπεροχής έναντι των άλλων φοινικικών πόλεων, αλλά αργότερα υποσκελίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”